- μακροθυμώ
- (AM μακροθυμῶ, -έω) [μακρόθυμος]1. υπομένω τα σφάλματα και τις αδικίες τών άλλων, είμαι μακρόθυμος, ανεκτικός («μακροθύμησον ἐπ' ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω», ΚΔ)2. είμαι ανεξίκακος, επιεικήςμσν.περιμένω υπομονητικάαρχ.1. αργώ να έλθω σε βοήθεια κάποιου2. επιμένω («ἐξαμιλλᾱσθαι καὶ μακροθυμεῑν», Πλούτ.)3. εγκαρτερώ, δείχνω εγκαρτέρηση σε κάτι («τέκνα μακροθυμήσητε τὴν παρὰ τοῡ Θεοῡ ἐπελθοῡσαν ὑμῑν ὀργήν», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.